ἠχήεσσα

ἠχήεσσα
ἠχήεις
sounding
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἠχήεσσ' — ἠχήεσσα , ἠχήεις sounding fem nom/voc sg ἠχήεσσαι , ἠχήεις sounding fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηχήεις — εσσα, εν (Α ήχήεις, εσσα, εν) αυτός που παράγει ισχυρό ήχο ή θόρυβο, ηχηρός, ηχητικός, ηχογόνος, βουερός («θάλασσά τε ήχήεσσα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αυτός που τραγουδά, που κάνει βόμβο, που θροεί 2. αυτός που αντηχεί ισχυρά («κάδ δώματα ήχήεντα», Ομ …   Dictionary of Greek

  • καλιά — η (Α καλιά και ιων. τ. καλιή, ἡ) νεοελλ. καταφύγιο ή κατοικία ζεύγους νεονύμφων ή ερωτευμένων, φωλιά («ερωτική καλιά) αρχ. 1. ξύλινη κατοικία ή παράπηγμα πλεγμένο με κλαδιά, καλύβα 2. αποθήκη σιτηρών, σιτοβολώνας 3. ξύλινος σηκός ή σπήλαιο που… …   Dictionary of Greek

  • μεταξύ — (ΑΜ μεταξύ, Α και μετοξύ) επίρρ. 1. (με άρθρ. ή χωρίς άρθρ.) μεταξύ ή το μεταξύ α) (τοπικά) στο μέσο, στη μέση, ανάμεσα («οὐδέ καρπὸν ἐδηλήσαντ , ἐπεὶ ἦ... μεταξὺ οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα», Ομ. Ιλ.) β) ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”